- γιόκας
- ο [γιος](θωπευτικά ή ειρωνικά) γιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιόκας — ο ο αγαπημένος και χαϊδεμένος γιος, ο κανακάρης: Μας έκανε περήφανους πάλι ο γιόκας μας! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
ανεψιός — και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός) ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου αρχ. μσν. εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών… … Dictionary of Greek
γυιόκας — και γυιούλης βλ. γιόκας … Dictionary of Greek
καλοθέλω — καλοθέλησα, καλοθελημένος, επιθυμώ πολύ: Τη θέλει και την καλοθέλει την κόρη μου ο γιόκας σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)